- καταπλέω
- κατέπλευσα και κατάπλευσα, πλέω προς το λιμάνι, προσορμίζομαι: Κατέπλευσαν στο λιμάνι δύο αμερικάνικα υποβρύχια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατάπλεω — κατάπλεω̆ , κατάπλεος quite full masc/fem/neut nom/voc/acc dual κατάπλεω̆ , κατάπλεος quite full masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλέω — καταπλέω, κατέπλευσα βλ. πίν. 42 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατάπλεῳ — κατάπλεῳ̆ , κατάπλεος quite full masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλέω — (AM καταπλέω, Α και ιων. τ. καταπλώω) 1. πλέω από το πέλαγος προς την ακτή, κατευθύνομαι με πλοίο προς το λιμάνι, εισέρχομαι σε λιμάνι ή όρμο, ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι 2. φρ. «καταπλέω τον ποταμό(ν)» πλέω προς τις εκβολές, κατά το ρεύμα τού… … Dictionary of Greek
καταπλεύσει — καταπλέω aor subj act 3rd sg (epic) καταπλέω fut ind act 3rd sg καταπλέω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλεύσουσιν — καταπλέω aor subj act 3rd pl (epic) καταπλέω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταπλέω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλεύσῃ — καταπλέω aor subj mid 2nd sg καταπλέω aor subj act 3rd sg καταπλέω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπλεων — κατάπλεω̆ν , κατάπλεος quite full masc/fem/neut gen pl κατάπλεω̆ν , κατάπλεος quite full masc/fem acc sg κατάπλεω̆ν , κατάπλεος quite full neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπλεως — κατάπλεω̆ς , κατάπλεος quite full adverbial κατάπλεω̆ς , κατάπλεος quite full masc/fem nom pl κατάπλεω̆ς , κατάπλεος quite full masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπλευκότα — καταπλέω perf part act neut nom/voc/acc pl καταπλέω perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)